11 Φεβρουαρίου 2012

Γραμματική Αρχαίων : Άκλιτα μέρη του λόγου : Μόρια

Γραμματική Αρχαίων : Ἄκλιτα μέρη τοῦ λόγου : Μόρια
Μόρια
Λέγονται οἱ ἄκλιτες λέξεις, οἱ περισσότερες μονοσύλλαβες, ποὺ δὲν ἀνήκουν κανονικὰ σ’ ἕνα ὁρισμένο μέρος τοῦ λόγου. Αὐτὰ ἔχουν κυρίως ἐπιρρηματικὴ σημασία καὶ χρησιμοποιοῦνται στὸ λόγο βοηθητικά. Τέτοια εἶναι στὴν ἀρχαῖα ἑλληνικὴ τὰ ἀκόλουθα:
  1. ἐγκλιτικά: τοί, γέ, πέρ, πώ, νύν.
  2. εὐχετικό: εἴθε.
  3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.
  4. αὀριστολογικό: ἄν, ποὺ εἶναι παραλλαγὴ τοῦ δυνητικοῦ ἄν καὶ σημαίνει τυχὸν ἤ ἴσως.
  5. αιτιολογικά: ἅτε, οἷον ἤ οἶον δή, οἷα ἤ οἷα δή, ποὺ συνάπτονται μὲ μτχ. καὶ σημαίνουν αἰτία πραγματική.
  6. ἀχώριστα δεικτικὰ μόρια: -δε καὶ , ποὺ βρίσκονται προσκολλημένα στὸ τέλος ὁρισμένων λέξεων καὶ σημαίνουν δείξιμο: (ὁ, ἡ, τό) ὅδε, ἥδε, τόδε κτλ.
  7. ἀχώριστα προτακτικὰ μόρια: ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα-, κτλ. ποὺ ποτὲ δὲ λέγονται μόνα τους, παρὰ συνηθίζονται μόνο στὴ σύνθεση ὡς πρῶτα συνθετικὰ σύνθετων λέξεων.
Πηγή : http://omilias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top